Με βάση τη νομοθεσία τα νέα κτίρια για τα οποία εκδίδεται οικοδομική άδεια από 1/1/2020 πρέπει να είναι σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, δηλαδή να είναι κατηγορίας τουλάχιστον Α και πάνω (Α+) στην κατάταξή τους (όπως αυτή που βλέπουν όλοι όσοι βγάζουν ενεργειακό πιστοποιητικό). Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα έχει θέσει στόχο έως το 2030 να έχει ανακαινιστεί ή να έχει αντικατασταθεί με χαμηλής ενεργειακά κατανάλωσης το 15% των κατοικιών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να “πρασινίσουν” περίπου 600.000 ακίνητα, δηλαδή, κάθε χρόνο να ανακαινίζονται, κατά μέσο όρο, 60.000 κατοικίες. Παρότι η πρόβλεψη αυτή είναι θεωρητικά σωστή για να επιτευχθούν οι στόχοι ενεργειακής εξοικονόμησης και να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τον κτιριακό τομέα στη χώρα, η πρακτική εφαρμογή της βρίσκεται αντιμέτωπη ήδη με ανυπέρβλητα προβλήματα. 

Στο άρθρο του Δημήτρη Δελεβέγκου που ακολουθεί μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά τα εμπόδια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Εμπόδια

Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της κατασκευής κτιρίων κατηγορίας Α και Α+, το κόστος κατασκευής μιας οικοδομής ανεβαίνει κατ’ ελάχιστον κατά 15%-20% (και σε πολλές περιπτώσεις πολύ παραπάνω, από 30%-60% ανάλογα με τις επιλογές του ιδιοκτήτη). Όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, το γεγονός αυτό από μόνο του ίσως να μην ήταν πρόβλημα, αλλά έπιασε την αγορά μάλλον απροετοίμαστη. Πολλοί μηχανικοί που γνώριζαν για την αλλαγή της νομοθεσίας προχώρησαν σε έκδοση αδειών δόμησης εντός του 2019, πριν δηλαδή ισχύσει η νέα νομοθεσία, παρότι εκείνο το διάστημα ακόμη συζητιούνταν εάν η αναστολή ΦΠΑ στα ακίνητα θα αφορούσε μόνο τα νεοανεγειρόμενα ή και τα παλαιότερα κτίσματα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία καταγράφει αύξηση στην έκδοση οικοδομικών αδειών τους τελευταίους μήνες του έτους, ενώ μόνο τον περασμένο Οκτώβριο η άνοδος διαμορφώθηκε μόνο κατά 10%.
 
Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό πρόβλημα είναι η τεχνική δυσκολία. Η χώρα μας εφαρμόζει από το 2018 (την ίδια χρονιά που εκδόθηκε η νέα οδηγία, η χώρα μας ενσωμάτωσε την παλιότερη κοινοτική οδηγία) τον νέο Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων που κατάρτισε το ΤΕΕ το 2017. Ο γνωστός ως ΚΕΝΑΚ είναι ένας πολύ αυστηρός κανονισμός, συγκριτικά και με αυτούς άλλων χωρών. Η γενική φιλοσοφία του, όπως εξηγούν μηχανικοί που μελετούν κτίρια, είναι να αντιμετωπίζει το κλίμα της χώρας τον χειμώνα με όρους Βόρειας Ευρώπης και το καλοκαίρι με όρους Αφρικής. Αυτό μεταφράζεται σε πολύ ενισχυμένες απαιτήσεις θερμομόνωσης, διαπερατότητα κ.λπ., αλλά κυρίως απόδοσης συστημάτων ψύξης, θέρμανσης και ζεστού νερού χρήσης και, μοιραία αλληλένδετα, υψηλές καταναλώσεις ενέργειας που πρέπει να αντισταθμιστούν με τεχνικά μέσα.


Η ενεργειακή αυτονομία
Επιπλέον όμως, από 1/1/2020, αυξήθηκαν και αυτές οι υψηλές ήδη απαιτήσεις. Για παράδειγμα, αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, για να γίνει ένα κτίριο από κατηγορίας Β (όπως σχεδιαζόταν μέχρι το 2019) σε κατηγορία Α ή Α+ πρέπει υποχρεωτικά να κάνει και αυτοπαραγωγή ενέργειας. Αυτό βάσει της νομοθεσίας σημαίνει κυρίως την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας, οι οποίες πωλούνται μετ΄ επιτάσεως τα τελευταία 1-2 χρόνια.
 
Ωστόσο, πολλές φορές ούτε αυτό αρκεί για την επίτευξη της ενεργειακής κατηγορίας Α με αποτέλεσμα να απαιτείται η εγκατάσταση συστημάτων φωτοβολταϊκών ή μικρών ανεμογεννητριών. Αυτό δεν θα ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα αν αυτές επιτρέπονταν, αλλά οι δυσκολίες, τυπικές με βάση τον νόμο αλλά και ουσιαστικές, είναι πολυάριθμες. Καταρχήν το ΥΠΕΝ μόλις τώρα δημιουργεί το θεσμικό πλαίσιο για να αυξηθεί η χρήση μικρών ανεμογεννητριών, κάτι ωστόσο που δεν είναι εύκολα αποδεκτό εντός αστικού χώρου. Αλλά και η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών είναι σχεδόν αδύνατη σε πολλές περιοχές, όπου υπάρχει προστασία του δομημένου περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής του τόπου.
 
Για παράδειγμα στις Κυκλάδες, στο Πήλιο, στους ιστορικούς οικισμούς (Μονεμβασιά, Πήλιο, Παλιά Πόλη της Ρόδου κ.λπ.) απαγορεύεται πλήρως η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις κατοικίες για λόγους προστασίας της αρχιτεκτονικής. Και αυτό είναι εύλογο, καθώς στις Κυκλάδες, για παράδειγμα, η εγκατάσταση πάνελ στις οροφές θα προκαλούσε πλήρη αλλοίωση της παραδοσιακής νησιωτικής αρχιτεκτονικής του Αιγαίου με το πανέμορφο άσπρο που ντύνει υποχρεωτικά τα σπίτια. Αλλά και στις πόλεις, η κατάσταση είναι δύσκολη, καθώς πολύ μεγάλο μέρος αρκετών μεγάλων πόλεων είναι χαρακτηρισμένο ιστορικό κέντρο, επομένως οι εγκρίσεις τέτοιων επεμβάσεων περνούν από αρχιτεκτονικό και τεχνικό έλεγχο και τη σύμφωνη γνώμη του ΥΠΠΟ, όπου τα φωτοβολταϊκά στις στέγες δεν είναι αποδεκτή μέθοδος (όπως έχουν κρίνει και για τους ιστορικούς και προστατευόμενους οικισμούς). Το πρόβλημα είναι έντονο ήδη σε πολλές περιοχές αλλά δεν φαίνεται να “συγκινεί”, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, την αρμόδια Γενική Γραμματεία Ενέργειας του υπουργείου Περιβάλλοντος, παρότι δεκάδες μηχανικοί, σύλλογοι και φορείς έχουν απευθυνθεί στο Υπουργείο, ιδίως στις υπηρεσίες που ασχολούνται με τα θέματα Πολεοδομίας. Ως εκ τούτου, μεγάλος αριθμός κτιρίων δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει ενεργειακή κατηγοριοποίηση Α, όταν αυτό αποτελεί προϋπόθεση να αποδεικνύεται από την ενεργειακή μελέτη που κατατίθεται κατά το στάδιο έγκρισης της οικοδομικής άδειας. Επομένως, πρακτικά, ιδιοκτήτες και μηχανικοί έχουν σήμερα δύο επιλογές. Είτε να μην εκδώσουν άδεια δόμησης, άρα να μην προχωρήσουν στην επένδυση που επιθυμούν είτε να πραγματοποιήσουν μελέτες στα χαρτιά και να εκδώσουν τις άδειες, όπως προβλέπει η νομοθεσία χωρίς να τις υλοποιήσουν. Δεδομένου όμως ότι πλέον ο έλεγχος των οικοδομών γίνεται από ελεγκτές μηχανικούς κατά την αποπεράτωση των έργων για το αν έχουν κατασκευαστεί, σύμφωνα με την άδεια και τις μελέτες που το συνοδεύουν, αν δεν υλοποιηθούν ακριβώς όσα προβλέπουν οι μελέτες, το κτίριο θα χαρακτηρίζεται αυθαίρετο, οδηγώντας σε μια νέα γενιά αυθαιρέτων, αλλά χωρίς να υφίσταται πολεοδομικές αυθαιρεσίες!
 
Και όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που στην ελεύθερη αγορά τα ενεργειακά πιστοποιητικά κοστίζουν από 25 ή 50 ευρώ ανά έκδοση, κάτι που σημαίνει ότι οι έλεγχοι για την ενεργειακή επίδοση των κτιρίων στα υφιστάμενα κτίρια δεν γίνονται όπως ορίζει ο νόμος… Ο έλεγχος των πιστοποιητικών από τη Γενική Γραμματεία Ενέργειας περιορίζεται είτε στις τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής τους είτε στην ορθή ερμηνεία και καταχώριση των δεικτών από τους μηχανικούς, χωρίς να έχει υπάρξει καμία αξιολόγηση για την ποιότητα και την εφαρμογή τόσο των δεικτών όσο και των μετρήσεων.


Να ανασταλεί η εφαρμογή
Από 1/1/2020 τέθηκε σε ισχύ η απαίτηση μελέτης όλων των νέων κτιρίων ως κτίρια σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ή, πιο απλά, η απαίτηση κατάταξής τους σε ενεργειακή κλάση Α αντί για Β που ίσχυε μέχρι τότε. Μετά από τους πρώτους μήνες εφαρμογής τα σχόλια και οι προβληματισμοί που διατυπώνουν μηχανικοί που έχουν προχωρήσει τις διαδικασίες οδηγούν τους επίσημους φορείς της Πολιτείας (ΥΠΕΝ, ΤΕΕ, κλπ) μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις.
 
Η κοινοτική νομοθεσία για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια προβλέπει αυτήν την υποχρέωση από 1/1/2021 για όλη την Ευρώπη, αλλά η προηγούμενη κυβέρνηση, θέλοντας εμπροσθοβαρώς να σπρώξει προς αυτήν την κατεύθυνση επιτάχυνε την υιοθέτηση της εν λόγω κοινοτικής οδηγίας έναν χρόνο νωρίτερα.
 
Παράλληλα, υπάρχει η υποχρέωση, και με βάση τις νέες ευρωπαϊκές οδηγίες, μέχρι τις 31/12/2020 να γίνουν οι αναγκαίες συμπληρώσεις ή διορθώσεις της εθνικής μεθοδολογίας. Ήδη το ΤΕΕ αλλά και ο Σύλλογος των Ενεργειακών Επιθεωρητών έχουν ζητήσει την αναστολή εφαρμογής της απαίτησης μελέτης κτιρίων ως Κτίρια Σχεδόν Μηδενικής Κατανάλωσης μέχρι το τέλος του έτους, με παράλληλη αντιμετώπιση όλων των θεμάτων που έχουν ανακύψει.

Του Δημήτρη Δελεβέγκου

*To άρθρο αναδημοσιεύεται από την ιστοσελίδα  www.capital.gr