Η αύξηση της ζήτησης που καταγράφεται στην αγορά ακινήτων στη Θεσσαλονίκη ξεπερνά κάθε προσδοκία.

Στο άρθρο του Δημήτρη Δελεβέγκου που ακολουθεί, μπορίτε να διαβάσετε αναλυτικά πώς διαμορφώνεται αυτή η ζήτηση.

Σε συνέχεια της διευρυμένης ανόδου των τιμών στην αγορά ακινήτων, στη Θεσσαλονίκη η κτηματαγορά αναμένεται να έχει σταθερά αυξανόμενη τροχιά, ως αποτέλεσμα των ελκυστικών τιμών πώλησης, της αύξησης της εγχώριας και ξένης ζήτησης, αλλά και από τα μικρά αλλά υπαρκτά σημάδια σταθεροποίησης της συνολικής ελληνικής οικονομίας.
 
Πώς διαμορφώνεται η ζήτηση
 
Κατά την ίδια παρουσίαση, το 2019, το ενδιαφέρον των αγοραστών συνέχισε, όπως ήταν αναμενόμενο, να καταγράφεται για παλαιά διαμερίσματα, τα οποία πωλούνταν σε πιο χαμηλές τιμές σε σχέση με τα αντίστοιχα νεόδμητα και τα μικρότερου εμβαδού, όπως και στο πρόσφατο παρελθόν. Στον αντίποδα, η κινητικότητα στις αγοραπωλησίες “οικοπέδων -αγροτεμαχίων” είναι απειροελάχιστη. Πιο ανθεκτικό στην οικονομική κρίση και στη καθίζηση στην αγορά διαμερισμάτων κατοικίας αποδεικνύεται το κέντρο της Θεσσαλονίκης, που οφείλεται κυρίως στην απουσία νεόδμητων κατοικιών.
 
Στις μεγάλες κατοικίες, άνω των 110 τ.μ., οι ζητούμενες τιμές πώλησης υποχωρούν, ενώ το εύρος των τιμών κυμαίνεται από 700 ευρώ/τ.μ. έως 7.000 ευρώ/τ.μ. Η πλειονότητα όσων επιλέγει να αγοράσει στρέφεται, σύμφωνα με τον κ. Βασιλείου, σε παλαιότερα ακίνητα, της περιόδου 1955-1985, που έχουν μικρό ή μεσαίο μέγεθος, ενώ η ζήτηση για μεγαλύτερα, άνω των 110 τ.μ., ακίνητα είναι μικρή. Εν γένει, στη Θεσσαλονίκη, στην κορυφή των προτιμήσεων βρίσκονται οι κατοικίες άνω της 25ετίας, με ποσοστό 62%, ενώ ακίνητα νεότερα της πενταετίας προτιμήθηκαν μόλις από το 1%. Περίπου 1 στα 5 ακίνητα που επέλεξαν οι αγοραστές ήταν παλαιότητας από 6 έως 15 ετών, ενώ ποσοστό 20% αφορούσε ακίνητα 16 έως 25 ετών.
 
Έχουν ακόμη καταγραφεί και αγοραπωλησίες ολόκληρων πολυκατοικιών από ξένους επενδυτές. Τα σκήπτρα κρατούν οι Ισραηλινοί, οι οποίοι δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την αγορά αυτοτελών ακινήτων για οικιστική ή ξενοδοχειακή χρήση, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον καταγράφεται από Τούρκους και Ρώσους που πραγματοποιούν συναλλαγές μέσω της Χρυσής Βίζας.
 
Αλλά και Έλληνες επενδυτές έχουν προχωρήσει στην αγορά αυτοτελών αποπερατωμένων και μη κτiρίων με στόχο την ανακαίνισή τους και τη δημιουργία ξενοδοχείων.
 
Ενδεικτικά, άλλαξαν χέρια, ημιτελές κτήριο στην οδό Τσιμισκή προς 1.800 ευρώ/τ.μ., στην Εγνατία προς 1.700 ευρώ/τ.μ., στα Λαδάδικα προς 1.400 ευρώ/τ.μ., στην περιοχή Φράγκων (αγορά ιδανικού μεριδίου άνω του 50%) έναντι 600 ευρώ/τ.μ. και στην περιοχή της 26ης Οκτωβρίου προς 850 ευρώ/τ.μ.
 
Τα ενοίκια
 
Σύμφωνα με την ίδια παρουσίαση, σε κάποιες περιοχές οι μέσες ζητούμενες τιμές μίσθωσης, που “κατρακύλησαν” μέχρι και κατά 40% από το 2009 μέχρι τον Δεκέμβριο 2015, δείχνουν να ανακάμπτουν από το 2019 στις περισσότερες περιοχές της Θεσσαλονίκης. Τα ακίνητα παρότι στην πλειοψηφία τους είναι παλιάς κατασκευής (γεγονός που συνεπάγεται σε επιπλέον έξοδα από τον αγοραστή για την ανακαίνισή τους) συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των κατοίκων της πόλης, είτε για ιδιοκατοίκηση είτε για επένδυση.
 
Στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο και στις περιοχές κοντά στα Πανεπιστήμια, ενδιαφέρον συγκεντρώνουν τα διαμερίσματα 40-60 τ.μ., σε τιμές 350-500 ευρώ, ενώ στις ίδιες περιοχές καταγράφεται ζήτηση για διαμερίσματα 2 υπνοδωματίων, 70-80 τ.μ., σε τιμές 400-600 ευρώ.
 
Η ελάχιστη τιμή ενοικίασης ανά τ.μ. δεν είναι χαμηλότερη από 4 ευρώ/τ.μ.

Του Δημήτρη Δελεβέγκου

*To άρθρο αναδημοσιεύεται από την ιστοσελίδα  www.capital.gr